αχιόνιστος

αχιόνιστος
-η, -ο (Μ ἀχιόνιστος, -ον)
αυτός που δεν σκεπάστηκε με χιόνι
νεοελλ.
(για τόπο) εκείνος στον οποίο ποτέ δεν χιονίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αχιόνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι σκεπασμένος από χιόνι: Τα βουνά γύρω ήταν ακόμη αχιόνιστα. 2. (για χρονικές περιόδους), εκείνος στη διάρκεια του οποίου δε χιόνισε: Η χρονιά πέρασε σχεδόν αχιόνιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχιόνιστον — ἀχιόνιστος not snowed upon masc/fem acc sg ἀχιόνιστος not snowed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”